- συμπαραγίνομαι
- συμπαραγίνομαι mid. dep.; 2 aor. συμπαρεγενόμην.① come together (Hdt. et al.; PSI 502, 24 [III B.C.]; Ps 82:9) ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην for this spectacle Lk 23:48.② come to the aid of (Thu. 2, 82; 6, 92, 5) τινί someone 2 Ti 4:16 v.l. (for παρεγένετο).—DELG s.v. γίγνομαι. M-M. s.v. συνπαραγίνομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.